-
1 уста
уст, устам πλθ. παλ. στόμα• χείλη.εκφρ.- ами чьими говорить – επαναλαβαί-νω τα λόγια άλλου, μιλώ με λόγια άλλου•из уст в уста – από στόμα σε στόμα•из первых уст узнать услышить – μαθαίνω, ακούω από την πηγή, από τον ίδιον, από πρώτο χέρι•из вторых или третьих уст узнать, услышать – μαθαίνω, ακούω από δεύτερο, τρίτο πρόσωπο (εξώδικα)•на -ах у всех – όλοι το λένε, πανθομολογείται•уста вашими бы -ами мд пить – μακάρι να γινότανε όπως λες, από το στόμα σου και στου θεού το αυ τ Ί.